- ἱκτήρια
- ἱκετήριοςofneut nom/voc/acc plἱκτήριοςofneut nom/voc/acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ἱκτηρίας — ἱκτηρίᾱς , ἱκετήριος of fem acc pl ἱκτηρίᾱς , ἱκετήριος of fem gen sg (attic doric aeolic) ἱκτηρίᾱς , ἱκτήριος of fem acc pl ἱκτηρίᾱς , ἱκτήριος of fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)